- παραγγέλλων
- приказывающий
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
παραγγέλλων — παραγγέλλω pass on pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντατούρης — α, ικο (Μ μαντατούρης, ὁ) αυτός που κατηγορεί, που συκοφαντεί νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μαντατούρα ο σπόρος διαφόρων φυτών που περιβάλλεται από ακτινωτό χνούδι και φέρεται από τον άνεμο προς διάφορες κατευθύνσεις, αλλ. κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ … Dictionary of Greek
Αιγός Ποταμοί — Μικρό ποτάμι (τουρκ. Καράκοβα τσάι) στη χερσόνησο της Καλλίπολης και, κατά την αρχαιότητα, ομώνυμη μικρή πόλη στις εκβολές του, απέναντι από τη Λάμψακο. Εκεί, τον Αύγουστο του 405 π.Χ. ο σπαρτιάτικος στόλος (περίπου 200 τριήρεις) με αρχηγό τον… … Dictionary of Greek